ἰσχυροπράγμων

ἰσχυροπράγμων
ἰσχυροπράγμων
doing mighty deeds
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισχυροπράγμων — ἰσχυροπράγμων ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυροπράγμονας — ἰσχυροπράγμων doing mighty deeds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”